ποντάρω — ποντάρω, πόνταρα και ποντάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ποντάρω — (λ. ιταλ.) 1. βάζω χρήματα, στοιχιματίζω σε τυχερό παιχνίδι με την ελπίδα να κερδίσω. 2. μτφ., υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι: Ποντάρει στη φτώχεια του νέου και τον πιέζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιζάρω — (για χαρτοπαίκτες) ποντάρω, ποστάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. miser «ποντάρω», παρ. τού mise < mettre] … Dictionary of Greek
ποντάρισμα — το, Ν [ποντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποντάρω … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
πονταδόρος — ο, θηλ. όρα, Ν 1. αυτός που ποντάρει, που μετέχει σε τυχερά παιχνίδια με κατάθεση χρηματικού ποσού 2. μετρητικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική, αλλ. σημειοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντάρω + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
πουντάρω — Ν βλ. ποντάρω … Dictionary of Greek
ποντάρισμα — το, ατος η πράξη του ποντάρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)